χωματίλα

χωματίλα
η, Ν
1. η ιδιάζουσα οσμή τού χώματος
2. φρ. «μυρίζω χωματίλα»
(ειρωνικά) είμαι πολύ εξασθενημένος, σχεδόν ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ψαρ-ίλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωματίλα — η η ιδιαίτερη μυρουδιά του χώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • χωματιά — η, Ν χωματίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. βρομ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”